ἀναιδεστάτη

ἀναιδεστάτη
ἀναιδής
shameless
fem nom/voc superl sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναιδεστάτῃ — ἀναιδής shameless fem dat superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάμυια — κυνάμυια, και μτγν. επ. τ. κυνόμυια, ἡ (Α) 1. μύγα που τσιμπάει τους σκύλους, σκυλόμυγα 2. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, αιτ. κύνα + μυῖα με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”